- εμπτυσμός
- ο (Μ ἐμπτυσμός)φτύσιμο, φτυσιά εναντίον κάποιου («άξιος εμπτυσμού»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έμπτυση — η (AM ἔμπτυσις) 1. εμπτυσμός, φτύσιμο, φτυσιά εναντίον κάποιου 2. ιατρ. αιμοπτυσία … Dictionary of Greek